«Αριστεροί με δεξιές τις τσέπες»

«Αριστεροί με δεξιές τις τσέπες»

Ένα από τα βιώματα που με καθόρισαν σαν άνθρωπο και σαν πολιτικό ον ήταν το ακόλουθο. Νύχτα Χριστουγέννων στην Δραπετσώνα, σε σπίτι φίλων της φαμίλιας. Λίγο μετά την χούντα. Ήξερα πως ήταν οργανωμένοι στο ΚΚΕ, «γερά» στελέχη, κλπ αλλά επίσης ήξερα πως ήταν και γερά κονομημένοι. Το σπίτι τους ήταν ένα παλιό νεοκλασικό που ξεχώριζε ανάμεσα στα προσφυγικά παραγκάκια της περιοχής.
Ανάμεσα στους καλεσμένους και κάτι περίεργοι αντιπαθείς τύποι που δεν τους ήξερα και δεν τους είχα ξαναδεί. Αργότερα έμαθα πως ένας από αυτούς ήταν διοικητής του αστυνομικού τμήματος της περιοχής, ίσως και κάτι περισσότερο.
Κάποια στιγμή χτυπάει η πόρτα και καθώς ήμουν δίπλα πήγα να ανοίξω. Είδα τον Μπατανίκα, γνωστή φιγούρα της περιοχής. Ήσυχος και καλόψυχος άνθρωπος, ζούσε σε μια παράγκα από κόντρα πλακέ και κοτετσόσυρμα, κάπου ανάμεσα στο σπίτι που ήμασταν και στο τσιμεντάδικο, στην άκρη μια απέραντης αλάνας. Είχε μαζέψει όλο το σκυλολόι της περιοχής και το φρόντιζε όσο μπορούσε καλύτερα. Τον συμπαθούσα πάντα και απεριόριστα γιατί είχε ένα μυστήριο. Δεν μίλαγε σχεδόν ποτέ αλλά τα κόντρα πλακέ της παράγκας του ήταν γεμάτα στίχους και άλλα γραπτά με πινέλο που έδειχναν έναν άνθρωπο που η τρέλα του κάλπαζε και τον πήγαινε σε μέρη μακρινά, εκεί που δεν τον έπιανε η σκόνη από το τσιμεντάδικο και οι καπνοί από τα Λιπάσματα.
Γύρναγε κάθε μέρα τους δρόμους με μια μπατανόβουρτσα και άσπριζε τα πεζοδρόμια με ασβέστη. Ζούσε από την βοήθεια των κατοίκων για αυτή την πολύτιμη υπηρεσία που προσέφερε. Εκείνη την εποχή η Δραπετσώνα δεν ήταν υπόδειγμα υγιεινής. Πιο πολύ Δελχί θύμιζε παρά Αθήνα.
Τον καλησπέρισα και μου ζήτησε να φωνάξω την οικοδέσποινα. Εκείνη ήρθε στην πόρτα και τον ρώτησε τι συμβαίνει. Εκείνος δειλά και ντροπαλά της ζήτησε, μέρα που ήταν, μπας και περρίσευε κάτι φαγώσιμο, κανένα μελομακάρονο…
Η «συντρόφισσα» οικοδέσποινα κόντεψε να πάθει εγκεφαλικό! Ξέχασε τους τρόπους της και βγήκε η τσαούσα δραπετσωνίτισσα από μέσα της. Έβαλε τις τσιρίδες και φώναξε στον δύσμοιρο Μπατανίκα πως τολμούσε να χτυπήσει την πόρτα της και της ζητήσει κάτι τέτοιο την ώρα που είχε τόσο «υψηλούς καλεσμένους» και να την κάνει ρεζίλι. Ο Μπατανίκας μαζεύτηκε και ψέλισε ένα «συγγνώμη… χρόνια πολλά» και έφυγε μαζί με τα σκυλιά του που δεν είχαν την ίδια αντίδραση με αυτόν. Πως δεν χύμηξαν στην «συντρόφισσα» να την ξεσκίσουν, δεν το κατάλαβα ποτέ.
Έκτοτε έχουν αλλάξει πολλά. Η εν λόγω κυρία, έγινε ΠΑΣΟΚ και, απ’ ότι μαθαίνω, τώρα ΣΥΡΙΖΑ. Μήπως, τελικά, δεν άλλαξε τίποτα;

ΥΓ: Την εν λόγω γυναίκα την συμπαθώ γιατί από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου ήταν σπίτι μας και είμαστε στο δικό της. Λατρεύει την μάνα μου και την νοιάζεται. Ο μακαρίτης ο άντρας της λάτρευε τον μακαρίτη τον πατέρα μου. Έχουμε κάνει διακοπές μαζί και τις κόρες της τις αγαπούσα σαν ξαδελφάκια μου. Και ακόμα τους αγαπάω αλλά κάποια πράγματα πρέπει να λέγονται. Όταν σχολίασα το γεγονός με τον πατέρα μου αργότερα, κούνησε το κεφάλι και μου είπε: «Αριστεροί με δεξιές τις τσέπες». Ήταν η πρώτη φορά που άκουσα αυτή την φράση αλλά, δυστυχώς, όχι η τελευταία.

Μια σκέψη σχετικά μέ το “«Αριστεροί με δεξιές τις τσέπες»

Σχολιάστε